- καθέκαστα
- τα (AM καθέκαστος, -κάστη, Μ και -καστη, -καστον)(νεοελλ. μόνο το ουδ. πληθ.) τα καθέκασταοι μερικότητες, οι λεπτομέρειες ενός θέματος ή γεγονότος ή μιας υπόθεσης («έμαθα τα καθέκαστα για την υπόθεση»)μσν.1. (ως αντων.) ο καθένας χωριστά2. (επιρρηματικώς, με ή χωρίς το ουσ. ημέρα) καθημερινά (α. «καθεκάστην ἔτρεχαν, ἐκούρσευαν», Χρον. Τόκκωνβ. «τὰ ἄπειρα, τὰ γίνονται καθέκαστην ἡμέραν», Απολλ.)αρχ.φρ. «ἐν τοῑς καθέκαστον» — στα μερικά, στα ατομικά, στα ιδιαίτερα.[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φρ. καθ' ἕκαστον].
Dictionary of Greek. 2013.